- κορνιζάδικο
- το [κορνιζάς]εργαστήριο κατασκευής ή και πωλήσεως κορνιζών, κορνιζοποιείο ή κορνιζοπωλείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνιζάδικο — το εργαστήριο κατασκευής κορνιζών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορνιζοποιείο — το [κορνιζοποιός] εργαστήριο κατασκευής κορνιζών, κορνιζάδικο … Dictionary of Greek